Search
Close this search box.

Ποια είναι η κατάλληλη θεραπεία για τον καρκίνο του προστάτη;

Μια πρόσφατη μελέτη εξέτασε δεδομένα που συγκεντρώθηκαν από 17000 ερωτηματολόγια, τα οποία απαντήθηκαν από άνδρες που είχαν διαγνωστεί με προστατικό καρκίνο. Οι ερευνητές εντόπισαν ποιοι από τους άνδρες είχαν σεξουαλικά προβλήματα και συμπτώματα από το ουροποιητικό σύστημα και κατά πόσο αυτά τροποποιήθηκαν ανάλογα με τη θεραπεία που έλαβαν. Ο σκοπός της μελέτης ήταν η ανάπτυξη ενός προγνωστικού εργαλείου που θα βοηθά τους ασθενείς να αποφασίζουν ποια θεραπεία είναι η σωστή για αυτούς με βάση τα συμπτώματα τους, καθώς και την ανοχή τους σε κάθε αλλαγή, ακόμα και προσωρινή, σχετικά με τα συμπτώματα αυτά.

Μετά από μια διάγνωση καρκίνου του προστάτη, οι άνδρες έχουν πολλές εναλλακτικές συμπεριλαμβανομένου του χειρουργείου αφαίρεσης του προστάτη, καθώς και διάφορων τύπων ακτινοθεραπείας. Η ακτινοθεραπεία μπορεί να χορηγηθεί είτε με τη μορφή της ακτινοβολίας εξωτερικής δέσμης με κατεύθυνση τον προστάτη, είτε με την εμφύτευση ραδιενεργών σπόρων κατευθείαν στον αδένα, μια μέθοδος που ονομάζεται βραχυθεραπεία.

Κάθε μέθοδος ενέχει κινδύνους, ιδιαίτερα για τη σεξουαλική λειτουργιά και το ουροποιητικό σύστημα του άνδρα. Ακριβώς επειδή τα συμπτώματα αυτά όμως, ενδέχεται να εμφανιστούν έτσι κι αλλιώς με την αύξηση της ηλικίας, οι ερευνητές ζήτησαν από τους άνδρες να αναφέρουν τα σχετικά συμπτώματα πριν και μετά τη θεραπεία του καρκίνου του προστάτη, έτσι ώστε να εντοπίσουν με ακρίβεια την επίδραση της θεραπείας στο ουρογεννητικό σύστημα των ασθενών.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι ερευνητές βρήκαν πως η βραχυθεραπεία σχετίστηκε με προσωρινή αύξηση των προβλημάτων, ιδιαίτερα κατά τους τρεις πρώτους μήνες. Σταδιακά όμως υπήρχε ύφεση των συμπτωμάτων και τελικά τα επίπεδα λειτουργικότητας έφταναν αυτά που είχαν αναφέρει πριν την έναρξη της θεραπείας. Στους 34 μήνες μετά τη θεραπεία οι άνδρες που είχαν υποβληθεί σε βραχυθεραπεία ήταν το ίδιο πιθανό να αναφέρουν συμπτώματα, σε σύγκριση με αυτούς που είχαν υποβληθεί σε ακτινοβολία εξωτερικής δέσμης.

Για να μελετήσουν τον τρόπο με τον οποίο σεξουαλικά προβλήματα όπως είναι η στυτική δυσλειτουργία επηρεάζονται από τη θεραπεία οι ερευνητές ανέλυσαν τα δεδομένα από 2624 ερωτηματολόγια που συγκεντρώθηκαν από 857 άνδρες. Αν και η ακτινοθεραπεία σχετίζεται με μια βραδεία επιδείνωση της στυτικής λειτουργίας, η οποία σχετίζεται ίσως με την επίδραση της στη ροη του αίματος στην περιοχή, δε σημειωθήκαν διαφορές ανάμεσα στους διαφορετικούς τύπους ακτινοθεραπείας. Τα περισσότερα σεξουαλικά προβλήματα εμφάνισαν οι άνδρες που είχαν υποβληθεί σε χειρουργείο αφαίρεσης του προστάτη. Η κορύφωση μάλιστα της εμφάνισης των σεξουαλικών προβλημάτων βρέθηκε να τοποθετείται χρονικά στους 3-7 μήνες μετά το χειρουργείο και πιθανόν οφείλεται σε βλάβη των νεύρων κατά τη διεξαγωγή του. Μετά από 22 μήνες, ωστόσο, οι άνδρες που είχαν υποβληθεί σε χειρουργείο, είχαν τις ίδιες πιθανότητες να έχουν επιπλέον προβλήματα από τη θεραπεία τους με τους άνδρες που είχαν υποβληθεί σε ακτινοβολία εξωτερικής δέσμης.

Ένα ενδιαφέρον εύρημα της μελέτης, μάλιστα, είναι ότι στις σπάνιες περιπτώσεις που οι άνδρες μετά το χειρουργείο ριζικής προστατεκτομής είχαν καλή σεξουαλική λειτουργία , αλλά χρειάζονταν μετεγχειρητική ακτινοθεραπεία, ήταν πολύ πιθανό να διατηρήσουν την καλή σεξουαλική λειτουργία ακόμα και μετά την ακτινοθεραπεία. Αυτό το εύρημα προκάλεσε έκπληξη στους ερευνητές, γιατί μέχρι στιγμής η ακτινοβολία είναι γνωστό ότι προκαλεί σεξουαλικά προβλήματα στους άνδρες που δεν υποβάλλονται σε χειρουργείο.

Οι ερευνητές αναφέρουν ότι η επιλογή που είχαν οι ασθενείς να μη συμπληρώσουν όλο το ερωτηματολόγιο από τη στιγμή που τα ζητήματα της σεξουαλικής λειτουργίας είναι ευαίσθητα με αποτέλεσμα πολλοί άνδρες να απέχουν από τις σχετικές ερωτήσεις, ενδεχομένως οδήγησε στην αδυναμία εντοπισμού κάποιων προβλημάτων που προκύπτουν μετά τη θεραπεία. Ωστόσο, η αυτοαναφορά των προβλημάτων έχει πολλά πλεονεκτήματα, από τη στιγμή που οι ασθενείς μπορούν να αναφέρουν τα συμπτώματα τους με μεγαλύτερη ακρίβεια και αξιοπιστία σε σύγκριση με τους ιατρούς.

Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το επόμενο βήμα είναι η οργάνωση των δεδομένων αυτών με τέτοιο τρόπο, ώστε να διευκολύνουν τους ιατρούς να προβλέψουν πότε και σε ποιο βαθμό η λειτουργία του ουρογεννητικού συστήματος ενός ασθενή θα αλλάξει ανάλογα με τη θεραπεία που μπορεί να χορηγηθεί. Με βάση τις πληροφορίες αυτές, ο ασθενής θα μπορέσει να διαλέξει τη θεραπεία που είναι καλύτερη για αυτόν.

Διαβάστε Επίσης

Συνεχίζοντας την περιήγηση στο andrologia.gr, αποδέχεστε τη χρήση cookies.