Αν και η διαδεδομένη αντίληψη είναι ότι η σύφιλη έχει εκλείψει στις μέρες μας, αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό. Σε διεθνή κλίμακα, συμπεριλαμβανομένων και των αναπτυγμένων χωρών, έχει διαπιστωθεί πρόσφατα αύξηση των επιβεβαιωμένων περιστατικών σύφιλης. Αυτό σχετίζεται με τις σημαντικές μετακινήσεις πληθυσμού, οι οποίες ευθύνονται για τη διάδοση του μικροβίου από τις λιγότερο στις περισσότερο αναπτυγμένες χώρες, αλλά και στην εμφάνιση νέων στελεχών του μικροβίου.
Η σύφιλη είναι σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα σε άνδρες και γυναίκες. Μετά από 1-2 εβδομάδες από την έκθεση, το άτομο αναπτύσει μια πληγή – έλκος – στην περιοχή των γεννητικών οργάνων. Η πληγή αυτή δεν πονάει, με αποτέλεσμα πολλοί να την αγνοούν. Μετά από μερικές εβδομάδες, η πληγή εξαφανίζεται από μόνη της, δημιουργώντας εσφαλμένη εντύπωση ότι το άτομο αυτοθεραπεύτηκε. Παρόλα αυτά, μετά από μερικές εβδομάδες, εμφανίζεται εξάνθημα σε όλο το σώμα, παρόμοιο με της ιλαράς ή της ερυθράς, πυρετός και πρησμένοι λεμφαδένες. Τόσο το αρχικό έλκος όσο και το εξάνθημα είναι ιδιαίτερα μεταδοτικά. Το εξάνθημα τελικά υποχωρεί ακόμα και χωρίς θεραπεία, και το μικρόβιο «κοιμάται» στο σώμα για πολλά χρόνια. Μπορεί να επανεμφανιστεί σε μεγαλύτερη ηλικία με συμπτώματα από άλλα οργάνα πχ. το νευρικό σύστημα, τα οστά κλπ., αν και αυτό δεν είναι συχνό στις μέρες μας.
Τη διάγνωση της σύφιλης τη θέτει ο ιατρός ο οποίος συχνά ζητά ειδική εξέταση από την επιφάνεια του έλκους ή εξετάσεις αίματος. Η θεραπεία είναι με πενικιλλίνη. Έχει νόημα η αναζήτηση και θεραπεία του συντρόφου. Επίσης, συστήνεται ο έλεγχος για άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Το προφυλακτικό ελαττώνει τη συχνότητα μετάδοσης της σύφιλης, εφόσον το αρχικό έλκος καλύπτεται από αυτό.
Η εξέταση για σύφιλη περιλαμβάνεται στον αρχικό έλεγχο εγκυμοσύνης. Αυτό γίνεται επειδή η σύφιλη δεν είναι τόσο σπάνια όσο πιστεύεται, οι δε επιπλοκές της για το έμβρυο και τον πλακούντα μπορεί να είναι σοβαρές ή και μοιραίες. Εαν διαγνωστεί η ασθένεια υπάρχει η δυνατότητα θεραπείας και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.