Μια ερευνητική ομάδα από την Αυστραλία βρήκε πρόσφατα πως η μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας κι επιθυμίας είναι αυτή που μπορεί να προκαλέσει τη μείωση των επιπέδων τεστοστερόνης στους άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας και όχι η στυτική δυσλειτουργία.
Πιο συγκεκριμένα, παρατήρησαν ότι οι άνδρες που για πάνω από δυο χρόνια εμφάνιζαν μείωση στις συγκεντρώσεις της τεστοστερόνης ορού, ήταν πιο πιθανό να εμφανίσουν επίσης σημαντική μείωση στη σεξουαλική τους δραστηριότητα κι επιθυμία. Στους άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας μάλιστα, σχολίασαν ότι η μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας και επιθυμίας μπορεί να είναι η αιτία και όχι το αποτέλεσμα των χαμηλών επιπέδων τεστοστερόνης.
Τονίζεται, ωστόσο, ότι στην περίπτωση των μεγαλύτερων σε ηλικία ανδρών δεν ήταν σαφές ποιο ήταν το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα, ούτε και κατά πόσο η σχέση μεταξύ σεξουαλικής δραστηριότητας και τεστοστερόνης επηρεάζονταν από άλλους παράγοντες.
Για τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη μείωση των ανδρογόνων και την έκπτωση της σεξουαλική λειτουργίας στους μεγαλύτερους σε ηλικία άνδρες, οι ερευνητές εξέτασαν 70χρονους άνδρες μια φορά κατά την είσοδο τους στη μελέτη και μια φορά μετά από 2 χρόνια. Κατά τη διάρκεια των δύο αξιολογήσεων οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ερωτήσεις σχετικά με τη σεξουαλική τους λειτουργία ,όπως, «πόσο συχνά έχετε και μπορείτε να διατηρήσετε στύση ικανή για συνουσία;» « πόσες φορές μέσα στον τελευταίο μήνα εκσπερματίσατε;» και «πόσο συχνά επιθυμείται τη σεξουαλική επαφή τώρα σε σύγκριση με όταν ήσασταν 50 ετών;».
Παράλληλα, και στις δυο αξιολογήσεις μετρήθηκαν τα επίπεδα της τεστοστερόνης ορού, της διυδροτεστοστερόνης (DHT),της εστραδιόλης(E2), της οιστρόνης(E1), της δεσμευτικής σφαιρίνης των φυλετικών ορμονών (SHBG), της ωχρινοποιητικής ορμόνης (LH) και της θυλακιοτρόπου (FSH).
Δε βρέθηκε κάποια σημαντική συσχέτιση μεταξύ της σεξουαλικής λειτουργίας και των επιπέδων των ορμονών που μετρήθηκαν, πέραν αυτών της τεστοστερόνης ορού. Μια σταδιακή μείωση των επιπέδων της τεστοστερόνης μέσα στα δύο αυτά χρόνια, μικρότερη του 10%, βρέθηκε να σχετίζεται σημαντικά με τη μειωμένη σεξουαλική δραστηριότητα και επιθυμία, αλλά όχι με τη στυτική δυσλειτουργία.
Πηγή : medicalnewstoday