Δυσφορία φύλου ονομάζεται το άγχος (ή το στρες) που βιώνει ένας άνθρωπος εξ αιτίας της σύγκρουσης μεταξύ του φύλου με το οποίο χαρακτηρίστηκε αμέσως μετά την γέννησή του και το φύλο με το οποίο νιώθει πως ταυτίζεται. Αν και συνήθως επηρεάζει άτομα τρανς και μη δυαδικά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν βιώνουν δυσφορία φύλου όλα τα τρανς και μη δυαδικά, όπως επίσης ότι είναι απαραίτητη προϋπόθεση για όσα επιδιώκουν επαναπροσδιορισμό φύλου.
Ιστορικά, οι μελέτες στόχευαν στο να καθοριστεί η συχνότητα της δυσφορίας φύλου σε συγκεκριμένο πληθυσμό και πιο συγκεκριμένα στους ανθρώπους που επιζητούσαν επαναπροσδιορισμό φύλου ή επισκέπτονταν κλινικές που ειδικεύονται στο αντικείμενο. Στην συνέχεια αυτό το υποσύνολο διαιρούνταν με τον συνολικό πληθυσμό μιας περιοχής ούτως ώστε να προκύψει μια αδρή εικόνα για την δυσφορία φύλου σε αυτή την περιοχή.
Παρόλα αυτά, η παραπάνω μέθοδος μπορεί να υποτιμά σημαντικά την αληθινή συχνότητα της δυσφορίας φύλου σε έναν πληθυσμό, καθώς δεν επιδιώκουν επαναπροσδιορισμό όλα τα άτομα που επηρεάζονται από αυτή. Λαμβάνοντας αυτά υπόψη, οι συγγραφείς μιας μελέτης που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο “Journal of Sexual Medicine”, σχεδίασαν μια έρευνα μεγάλου πλήθους για να καθορίσουν την συχνότητα της δυσφορίας φύλου στην Ιαπωνία, χρησιμοποιώντας την κλίμακα Utrecht Gender Dysphoria Scale (UGDS).
Συνολικά 20,000 άτομα ταυτοποιήθηκαν για αυτή τη μελέτη. 3,221 αρνήθηκαν να συμμετέχουν και 49 δεν πληρούσαν τα κριτήρια συμμετοχής. Στο τέλος η μελέτη συμπεριέλαβε 7,827 άτομα που ταξινομήθηκαν ως αρσενικά κατά την γέννηση και 8,903 που ταξινομήθηκαν ως θηλυκά κατά την γέννηση.
Όλοι οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ερώτηση διαλογής που περιείχε τα εξής δυο σκέλη: 1) Πόσο πολύ αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας ως άνδρα; 2) Πόσο πολύ αντιλαμβάνεστε τον εαυτό σας ως γυναίκα; Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τις απαντήσεις τους σε μια κλίμακα από το 1 (Καθόλου) έως το 5 (Πάρα πολύ). Όταν οι απαντήσεις κάποιου σε αυτές τις ερωτήσεις ήταν ισοδύναμες, το φύλο του θεωρήθηκε ανάμεικτο. Εναλλακτικά, όταν ο συμμετέχων έδινε μικρότερο βαθμό στο φύλο το οποίο του αποδόθηκε κατά την γέννηση, το φύλο του θεωρήθηκε ασύμφωνο.
Μετά την απάντηση στην ερώτηση διαλογής, ζητήθηκε από τα άτομα με ανάμεικτο ή ασύμφωνο φύλο να συμπληρώσουν το ερωτηματολόγιο UGDS, το οποίο θεωρείται ότι καταγράφει αξιόπιστα την δυσφορία φύλου, και περιέχει 12 ερωτήσεις που απαντώνται σε κλίμακα 1 – 5. Η συνολική επίδοση μπορεί να κυμαίνεται από 12 έως 60 βαθμούς. Με αυτό το εργαλείο αξιολόγησης, τα υψηλότερα σκορ υποδεικνύουν μεγαλύτερη πιθανότητα διάγνωσης με δυσφορία φύλου (όπως αυτή ορίζεται από το “Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders”, Fifth Edition (DSM-5)).
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν το όριο των 40 βαθμών ως ορόσημο για πιθανή δυσφορία φύλου. Αυτό σημαίνει ότι οι συμμετέχοντες με επίδοση 41 βαθμούς και πάνω θεωρήθηκαν πιο πιθανοί να έχουν δυσφορία φύλου. Πιο συγκεκριμένα όσοι ταυτοποιήθηκαν με ασύμφωνο φύλο και επίδοση UGDS ≥ 41 χαρακτηρίστηκαν ως έχοντες δυσφορία φύλου υπό στενή έννοια και όσοι ταυτοποιήθηκαν με ανάμεικτο φύλο και επίδοση UGDS score ≥ 41 χαρακτηρίστηκαν ως έχοντες δυσφορία φύλου υπό ευρεία έννοια.
Με βάση αυτούς τους ορισμούς, οι συγγραφείς της έρευνας βρήκαν ότι ο συνολικός επιπολασμός της δυσφορίας φύλου υπό στενή έννοια στην Ιαπωνία ανέρχεται στο 0,27% για όσα άτομα ταξινομήθηκαν ως αρσενικά κατά την γέννηση και 0,35% για όσα ταξινομήθηκαν ως θηλυκά. Με την ευρεία έννοια, η συχνότητα της δυσφορίας φύλου ανέρχεται στο 0,87% μεταξύ των ατόμων που ταξινομήθηκαν ως αρσενικά κατά την γέννηση και 1,1% για όσα ταξινομήθηκαν ως θηλυκά.
Αυτά τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η δυσφορία φύλου μπορεί να είναι πολύ πιο συχνή από ότι υπολογιζόταν έως τώρα στις κλινικές μελέτες. Συνεπώς είναι πολύ σημαντικό οι παροχείς υπηρεσιών υγείας να είναι ενήμεροι για τις διαφορετικές ταυτότητες και να γνωρίζουν να συμπεριφέρονται στους ασθενείς κάθε φύλου με σεβασμό και αξιοπρέπεια.